Ο Λύκος της Στέππας, Έρμαν Έσσε (Απόσπασμα)
“Όποιος έχει γευτεί εκείνες τις μέρες… με τον φριχτό πονοκέφαλο που ριζώνει πίσω απ’ τις κόρες των ματιών και σε κάνει – σε κάνει να καταριέσαι φρικτά κάθε κίνηση του ματιού και του αυτιού από απλή ευχαρίστηση στον πόνο. Όποιος λοιπόν γεύτηκε αυτές τις μέρες της κόλασης, είναι ευχαριστημένος με μέρες κοινές σαν τη σημερινή και γεμάτος ευγνωμοσύνη κάθεται δίπλα στη ζεστή σόμπα…
Και ποιος έψαχνε στα χαλάσματα της ζωής του κάποιο νόημα, ποιος υπέφερε το φαινομενικά ανόητο, ποιος ζούσε το φαινομενικά τρελό, ποιος ήλπιζε μυστικά μέσα στο τελικό χάος να βρει την αποκάλυψη και την ύπαρξη του Θεού;
Όχι, δεν ήταν, για τίποτα που πέρασε δεν ήταν κρίμα. Κρίμα είναι μόνο για το σήμερα και το τώρα, για όλες αυτές τις αμέτρητες ώρες και μέρες που έχανα, που υπέφερα μόνο, και οι οποίες ούτε δώρα έφερναν ούτε συγκινήσεις.
Είμαι περίεργος να δω πόσα μπορεί ν’ αντέξει ένας άνθρωπος. Όταν φτάσω τα όρια της αντοχής, το μόνο που θα κάνω είναι ν’ ανοίξω την πόρτα και θά ‘χω σωθεί.
Να ζεις στον κόσμο σαν να μην ήταν ο κόσμος, να τηρείς τους νόμους κι όμως να είσαι υπεράνω τους, να κατέχεις ”σαν να μην κατέχεις”, ν’ απαρνιέσαι σαν να μην ήταν άρνηση.
Επειδή είμαι κάτι σαν καθρέφτης σου, γιατί υπάρχει μέσα μου κάτι που σε νιώθει και σου δίνει μια απάντηση. Και θα’ πρεπε κανονικά, όλοι οι άνθρωποι να είναι τέτοιοι καθρέφτες και να επικοινωνούν έτσι ο ένας με τον άλλον.”